ανόρεξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανόρεξος η ανόρεξη το ανόρεξο
      γενική του ανόρεξου της ανόρεξης του ανόρεξου
    αιτιατική τον ανόρεξο την ανόρεξη το ανόρεξο
     κλητική ανόρεξε ανόρεξη ανόρεξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανόρεξοι οι ανόρεξες τα ανόρεξα
      γενική των ανόρεξων των ανόρεξων των ανόρεξων
    αιτιατική τους ανόρεξους τις ανόρεξες τα ανόρεξα
     κλητική ανόρεξοι ανόρεξες ανόρεξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανόρεξος < αν- (στερητικό α-) + όρεξ(η) + -ος

Επίθετο

ανόρεξος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.