ανυμνολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανυμνολόγητος | η | ανυμνολόγητη | το | ανυμνολόγητο |
| γενική | του | ανυμνολόγητου | της | ανυμνολόγητης | του | ανυμνολόγητου |
| αιτιατική | τον | ανυμνολόγητο | την | ανυμνολόγητη | το | ανυμνολόγητο |
| κλητική | ανυμνολόγητε | ανυμνολόγητη | ανυμνολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανυμνολόγητοι | οι | ανυμνολόγητες | τα | ανυμνολόγητα |
| γενική | των | ανυμνολόγητων | των | ανυμνολόγητων | των | ανυμνολόγητων |
| αιτιατική | τους | ανυμνολόγητους | τις | ανυμνολόγητες | τα | ανυμνολόγητα |
| κλητική | ανυμνολόγητοι | ανυμνολόγητες | ανυμνολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανυμνολόγητος < αν- (στερητικό α-) + υμνολογ(ώ) + -ητος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανυμνολόγητος
|
|
Αναφορές
- ανυμνολόγητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.