υμνολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υμνολογώ < ελληνιστική κοινή ὑμνολογέω / ὑμνολογῶ < αρχαία ελληνική ὕμνος + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.mno.loˈɣo/

Ρήμα

υμνολογώ (παθητική φωνή: υμνολογούμαι)

  1. άδω ύμνους
  2. (κατ’ επέκταση) επαινώ, εξυμνώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.