αντλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντλούμενος | η | αντλούμενη | το | αντλούμενο |
| γενική | του | αντλούμενου | της | αντλούμενης | του | αντλούμενου |
| αιτιατική | τον | αντλούμενο | την | αντλούμενη | το | αντλούμενο |
| κλητική | αντλούμενε | αντλούμενη | αντλούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντλούμενοι | οι | αντλούμενες | τα | αντλούμενα |
| γενική | των | αντλούμενων | των | αντλούμενων | των | αντλούμενων |
| αιτιατική | τους | αντλούμενους | τις | αντλούμενες | τα | αντλούμενα |
| κλητική | αντλούμενοι | αντλούμενες | αντλούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
αντλούμενος, -η, -ο
- αυτός που αντλείται, καθώς αντλείται, που μπορεί να αντλείται
- Για να προκύψει ο βέλτιστος όγκος αντλουμένου νερού από τις γεωτρήσεις...
Μεταφράσεις
αντλούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.