αντλούμενων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
αντλούμενων και αντλουμένων
- γενική πληθυντικού του αντλούμενος
- γενική πληθυντικού του αντλούμενη και αντλουμένη
- γενική πληθυντικού του αντλούμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.