αντλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντλημένος | η | αντλημένη | το | αντλημένο |
| γενική | του | αντλημένου | της | αντλημένης | του | αντλημένου |
| αιτιατική | τον | αντλημένο | την | αντλημένη | το | αντλημένο |
| κλητική | αντλημένε | αντλημένη | αντλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντλημένοι | οι | αντλημένες | τα | αντλημένα |
| γενική | των | αντλημένων | των | αντλημένων | των | αντλημένων |
| αιτιατική | τους | αντλημένους | τις | αντλημένες | τα | αντλημένα |
| κλητική | αντλημένοι | αντλημένες | αντλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντλώ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντλημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.