αντιτρομοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιτρομοκρατικός | η | αντιτρομοκρατική | το | αντιτρομοκρατικό |
| γενική | του | αντιτρομοκρατικού | της | αντιτρομοκρατικής | του | αντιτρομοκρατικού |
| αιτιατική | τον | αντιτρομοκρατικό | την | αντιτρομοκρατική | το | αντιτρομοκρατικό |
| κλητική | αντιτρομοκρατικέ | αντιτρομοκρατική | αντιτρομοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιτρομοκρατικοί | οι | αντιτρομοκρατικές | τα | αντιτρομοκρατικά |
| γενική | των | αντιτρομοκρατικών | των | αντιτρομοκρατικών | των | αντιτρομοκρατικών |
| αιτιατική | τους | αντιτρομοκρατικούς | τις | αντιτρομοκρατικές | τα | αντιτρομοκρατικά |
| κλητική | αντιτρομοκρατικοί | αντιτρομοκρατικές | αντιτρομοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιτρομοκρατικός < αντι- + τρομοκρατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiterrorist)
Επίθετο
αντιτρομοκρατικός
- που σχετίζεται με την αντιτρομοκρατία ή αποσκοπεί στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας
Συγγενικά
- αντιτρομοκρατία
- αντιτρομοκρατική
- → δείτε τη λέξη τρόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.