τρομοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρομοκρατικός | η | τρομοκρατική | το | τρομοκρατικό |
| γενική | του | τρομοκρατικού | της | τρομοκρατικής | του | τρομοκρατικού |
| αιτιατική | τον | τρομοκρατικό | την | τρομοκρατική | το | τρομοκρατικό |
| κλητική | τρομοκρατικέ | τρομοκρατική | τρομοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρομοκρατικοί | οι | τρομοκρατικές | τα | τρομοκρατικά |
| γενική | των | τρομοκρατικών | των | τρομοκρατικών | των | τρομοκρατικών |
| αιτιατική | τους | τρομοκρατικούς | τις | τρομοκρατικές | τα | τρομοκρατικά |
| κλητική | τρομοκρατικοί | τρομοκρατικές | τρομοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρομοκρατικός < τρομοκράτης / τρομοκράτης + -ικός
Συγγενικά
- τρομοκρατικά
- → δείτε τη λέξη τρομοκράτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.