αντιπυρκαγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιπυρκαγιά | οι | αντιπυρκαγιές |
| γενική | της | αντιπυρκαγιάς | των | αντιπυρκαγιών |
| αιτιατική | την | αντιπυρκαγιά | τις | αντιπυρκαγιές |
| κλητική | αντιπυρκαγιά | αντιπυρκαγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιπυρκαγιά < αντι- + πυρκαγιά (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-feu)
Ουσιαστικό
αντιπυρκαγιά θηλυκό
- ο αντεμπρησμός
- Παράξενο στο άκουσμα, στο ευρύ κοινό, αλλά όχι στο πυροσβεστικό γίγνεσθαι, όπου ο λεγόμενος αντεμπρησμός, ή αντιπυρκαγιά, ή αντιπυρά, αποτελεί μια από τις λεγόμενες «έμμεσες ξηρές μεθόδους κατάσβεσης δασικών πυρκαγιών. Με τη συγκεκριμένη μέθοδο, οι πυροσβέστες βάζουν φωτιά προκαλώντας μέτωπο πυρκαγιάς αντίθετα από τη διεύθυνση του ανέμου, με σκοπό να πλησιάσουν το κύριο μέτωπο της δασικής φωτιάς και να το εξουδετερώσουν. (*)
Μεταφράσεις
αντιπυρκαγιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.