αντιπαρασιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιπαρασιτικός | η | αντιπαρασιτική | το | αντιπαρασιτικό |
| γενική | του | αντιπαρασιτικού | της | αντιπαρασιτικής | του | αντιπαρασιτικού |
| αιτιατική | τον | αντιπαρασιτικό | την | αντιπαρασιτική | το | αντιπαρασιτικό |
| κλητική | αντιπαρασιτικέ | αντιπαρασιτική | αντιπαρασιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιπαρασιτικοί | οι | αντιπαρασιτικές | τα | αντιπαρασιτικά |
| γενική | των | αντιπαρασιτικών | των | αντιπαρασιτικών | των | αντιπαρασιτικών |
| αιτιατική | τους | αντιπαρασιτικούς | τις | αντιπαρασιτικές | τα | αντιπαρασιτικά |
| κλητική | αντιπαρασιτικοί | αντιπαρασιτικές | αντιπαρασιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιπαρασιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiparasite + -ικός < anti- + parasite < αρχαία ελληνική παράσιτος, ουδέτερο του παράσιτος < παρά + σῖτος
Συγγενικά
- αντιπαρασιτικό
- → δείτε τις λέξεις παράσιτο, παρά και σίτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.