αντικρυστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντικρυστής | οι | αντικρυστές |
| γενική | του | αντικρυστή | των | αντικρυστών |
| αιτιατική | τον | αντικρυστή | τους | αντικρυστές |
| κλητική | αντικρυστή | αντικρυστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντικρυστής αρσενικό
- (οικονομία, νεολογισμός, επάγγελμα, σπάνιο) άλλη γραφή του αντικριστής
Μεταφράσεις
αντικρυστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.