αντικρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικρισμένος | η | αντικρισμένη | το | αντικρισμένο |
| γενική | του | αντικρισμένου | της | αντικρισμένης | του | αντικρισμένου |
| αιτιατική | τον | αντικρισμένο | την | αντικρισμένη | το | αντικρισμένο |
| κλητική | αντικρισμένε | αντικρισμένη | αντικρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικρισμένοι | οι | αντικρισμένες | τα | αντικρισμένα |
| γενική | των | αντικρισμένων | των | αντικρισμένων | των | αντικρισμένων |
| αιτιατική | τους | αντικρισμένους | τις | αντικρισμένες | τα | αντικρισμένα |
| κλητική | αντικρισμένοι | αντικρισμένες | αντικρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντικρίζω
Μεταφράσεις
αντικρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.