αντικαπιταλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικαπιταλιστικός η αντικαπιταλιστική το αντικαπιταλιστικό
      γενική του αντικαπιταλιστικού της αντικαπιταλιστικής του αντικαπιταλιστικού
    αιτιατική τον αντικαπιταλιστικό την αντικαπιταλιστική το αντικαπιταλιστικό
     κλητική αντικαπιταλιστικέ αντικαπιταλιστική αντικαπιταλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικαπιταλιστικοί οι αντικαπιταλιστικές τα αντικαπιταλιστικά
      γενική των αντικαπιταλιστικών των αντικαπιταλιστικών των αντικαπιταλιστικών
    αιτιατική τους αντικαπιταλιστικούς τις αντικαπιταλιστικές τα αντικαπιταλιστικά
     κλητική αντικαπιταλιστικοί αντικαπιταλιστικές αντικαπιταλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντικαπιταλιστικός < αντι- + καπιταλιστικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anticapitaliste) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.ka.pi.ta.li.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντικαπιταλιστικός

Επίθετο

αντικαπιταλιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.