αντιαγγειογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιαγγειογένεση | οι | αντιαγγειογενέσεις |
| γενική | της | αντιαγγειογένεσης* | των | αντιαγγειογενέσεων |
| αιτιατική | την | αντιαγγειογένεση | τις | αντιαγγειογενέσεις |
| κλητική | αντιαγγειογένεση | αντιαγγειογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αντιαγγειογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιαγγειογένεση < αντι- + αγγειογένεση
Ουσιαστικό
αντιαγγειογένεση θηλυκό
- (ιατρική) η πρόληψη και η αποτροπή της διαδικασίας αγγειογένεσης καθώς και η προσπάθεια στέρησης των καρκινικών όγκων από την παροχή αίματος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αγγειογένεση, αγγείο και γίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.