αγγειογένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειογένεση οι αγγειογενέσεις
      γενική της αγγειογένεσης* των αγγειογενέσεων
    αιτιατική την αγγειογένεση τις αγγειογενέσεις
     κλητική αγγειογένεση αγγειογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγγειογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειογένεση < αγγείο + -ο- + γένεση

Ουσιαστικό

αγγειογένεση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.