αντεπανάσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντεπανάσταση οι αντεπαναστάσεις
      γενική της αντεπανάστασης* των αντεπαναστάσεων
    αιτιατική την αντεπανάσταση τις αντεπαναστάσεις
     κλητική αντεπανάσταση αντεπαναστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεπαναστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντεπανάσταση < αντι- + επανάσταση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-révolution)

Ουσιαστικό

αντεπανάσταση θηλυκό

  1. επανάσταση που γίνεται για να εναντιωθεί κάποιος σε άλλη επανάσταση
  2. αντίθεση προς την ιδεολογία και πρακτική των επαναστάσεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.