αντεπαναστάτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντεπαναστάτρια | οι | αντεπαναστάτριες |
| γενική | της | αντεπαναστάτριας | των | αντεπαναστατριών |
| αιτιατική | την | αντεπαναστάτρια | τις | αντεπαναστάτριες |
| κλητική | αντεπαναστάτρια | αντεπαναστάτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντεπαναστάτρια < αντεπαναστάτης + -τρια
Μεταφράσεις
αντεπαναστάτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.