ανταπαιτητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανταπαιτητής | οι | ανταπαιτητές |
| γενική | του | ανταπαιτητή | των | ανταπαιτητών |
| αιτιατική | τον | ανταπαιτητή | τους | ανταπαιτητές |
| κλητική | ανταπαιτητή | ανταπαιτητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανταπαιτητής < (ανταπαιτώ) αντ-απαιτη- + -τής < (ελληνιστική κοινή) ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ < αρχαία ελληνική ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ < αἰτέω / αἰτῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eiti
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.da.pe.tiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐παι‐τη‐τής
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.