ἀπαιτέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπαιτέω < ἀπό + αἰτέω

Ρήμα

ἀπαιτέω - ἀπαιτῶ (συνηρημένο)

  1. απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι
  2. απαιτώ κάτι από κάποιον
  3. (παθητική φωνή) απαιτούμαι προς πληρωμή
  4. (παθητική φωνή) μου έχει προβληθεί απαίτηση από κάποιον

Παράγωγα

  • ἀναπαίτητος
  • ἀνταπαιτέω
  • ἀπαίτημα
  • ἀπαιτήσιμον
  • ἀπαιτήσιμος
  • ἀπαίτησις
  • ἀπαιτητέον
  • ἀπαιτητέος
  • ἀπαιτητής
  • ἀπαιτητικός
  • ἐξαπαιτέω
  • προσαπαιτέω
  • συναπαιτέω
  • ὑπεραπαιτέω

Συνώνυμα

  • ἀπαιτίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.