αντανακλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντανακλαστικός | η | αντανακλαστική | το | αντανακλαστικό |
| γενική | του | αντανακλαστικού | της | αντανακλαστικής | του | αντανακλαστικού |
| αιτιατική | τον | αντανακλαστικό | την | αντανακλαστική | το | αντανακλαστικό |
| κλητική | αντανακλαστικέ | αντανακλαστική | αντανακλαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντανακλαστικοί | οι | αντανακλαστικές | τα | αντανακλαστικά |
| γενική | των | αντανακλαστικών | των | αντανακλαστικών | των | αντανακλαστικών |
| αιτιατική | τους | αντανακλαστικούς | τις | αντανακλαστικές | τα | αντανακλαστικά |
| κλητική | αντανακλαστικοί | αντανακλαστικές | αντανακλαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντανακλαστικός < αντανάκλαση + -τικός (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réflecteur. 2,3. {{μτφδ|fr|el|réflexe]] / [[réflexes|text=1}})
Επίθετο
αντανακλαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντανάκλαση, αναφέρεται σ’ αυτή ή προέρχεται από αντανάκλαση
- (ψυχολογία) που συμβαίνει ή ενεργείται ακούσια και ασύνειδα
- (ουσιαστικοποιημένο) αντανακλαστικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.