ανταμειβόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανταμειβόμενος | η | ανταμειβόμενη | το | ανταμειβόμενο |
| γενική | του | ανταμειβόμενου | της | ανταμειβόμενης | του | ανταμειβόμενου |
| αιτιατική | τον | ανταμειβόμενο | την | ανταμειβόμενη | το | ανταμειβόμενο |
| κλητική | ανταμειβόμενε | ανταμειβόμενη | ανταμειβόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανταμειβόμενοι | οι | ανταμειβόμενες | τα | ανταμειβόμενα |
| γενική | των | ανταμειβόμενων | των | ανταμειβόμενων | των | ανταμειβόμενων |
| αιτιατική | τους | ανταμειβόμενους | τις | ανταμειβόμενες | τα | ανταμειβόμενα |
| κλητική | ανταμειβόμενοι | ανταμειβόμενες | ανταμειβόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ανταμειβόμενος, -η, -ο
- που ανταμείβεται, που παίρνει ανταμοιβή
- έπαιξαν κάτω από αντίξοες συνθήκες, ανταμειβόμενοι με το κύπελλο
Μεταφράσεις
ανταμειβόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.