ανταμοιβή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταμοιβή οι ανταμοιβές
      γενική της ανταμοιβής των ανταμοιβών
    αιτιατική την ανταμοιβή τις ανταμοιβές
     κλητική ανταμοιβή ανταμοιβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταμοιβή < (ελληνιστική κοινή) ἀνταμοιβή

Ουσιαστικό

ανταμοιβή θηλυκό

  • η ηθική (κυρίως) ή χρηματική αμοιβή που παίρνει κάποιος ως αναγνώριση του έργου του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.