αντίμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίμετρο τα αντίμετρα
      γενική του αντιμέτρου
& αντίμετρου
των αντιμέτρων
    αιτιατική το αντίμετρο τα αντίμετρα
     κλητική αντίμετρο αντίμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίμετρο < αντι- + μέτρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-mesure)

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.me.tɾo/

Ουσιαστικό

αντίμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.