exchange

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

exchange < μέση αγγλική eschaunge < αγγλονορμανδική eschaunge < παλαιά γαλλική eschange < eschanger < δημώδης λατινική *excambiāre < *excambiō < *cambiō

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛksˈtʃeɪndʒ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
exchange exchanges

exchange (en)

  1. ανταλλαγή
  2. αντάλλαγμα
  3. συνάλλαγμα
  4. συζήτηση
  5. τηλεφωνικό κέντρο
  6. η αλλαγή, μια αντικατάσταση
    The store does not accept exchanges of clothes that were bought on sale.
    Το μαγαζί δε δέχεται αλλαγές ρούχων που αγοράστηκαν στις εκπτώσεις.

Ρήμα

ενεστώτας exchange
γ΄ ενικό ενεστώτα exchanges
αόριστος exchanged
παθητική μετοχή exchanged
ενεργητική μετοχή exchanging

exchange (en)

  1. (μεταβατικό) ανταλλάσσω, δίνω κάτι σε κάποιον και ταυτόχρονα λαμβάνω το ίδιο είδος από αυτόν
    The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
    Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
  2. αλλάζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.