ανορθογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.noɾ.θo.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νορ‐θο‐γρα‐φώ
Ρήμα
ανορθογραφώ, αόρ.: ανορθογράφησα, παθ.φωνή: ανορθογραφούμαι, π.αόρ.: ανορθογραφήθηκα, μτχ.π.π.: ανορθογραφημένος
- κάνω ορθογραφικά λάθη
Συγγενικά
- ανορθογράφημα
- ανορθογραφημένος
- ανορθογράφητος
- → και δείτε τις λέξεις ανορθογραφία, ορθογραφία, ορθός και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανορθογραφώ | ανορθογραφούσα | θα ανορθογραφώ | να ανορθογραφώ | ανορθογραφώντας | |
| β' ενικ. | ανορθογραφείς | ανορθογραφούσες | θα ανορθογραφείς | να ανορθογραφείς | ||
| γ' ενικ. | ανορθογραφεί | ανορθογραφούσε | θα ανορθογραφεί | να ανορθογραφεί | ||
| α' πληθ. | ανορθογραφούμε | ανορθογραφούσαμε | θα ανορθογραφούμε | να ανορθογραφούμε | ||
| β' πληθ. | ανορθογραφείτε | ανορθογραφούσατε | θα ανορθογραφείτε | να ανορθογραφείτε | ανορθογραφείτε | |
| γ' πληθ. | ανορθογραφούν(ε) | ανορθογραφούσαν(ε) | θα ανορθογραφούν(ε) | να ανορθογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανορθογράφησα | θα ανορθογραφήσω | να ανορθογραφήσω | ανορθογραφήσει | ||
| β' ενικ. | ανορθογράφησες | θα ανορθογραφήσεις | να ανορθογραφήσεις | ανορθογράφησε | ||
| γ' ενικ. | ανορθογράφησε | θα ανορθογραφήσει | να ανορθογραφήσει | |||
| α' πληθ. | ανορθογραφήσαμε | θα ανορθογραφήσουμε | να ανορθογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανορθογραφήσατε | θα ανορθογραφήσετε | να ανορθογραφήσετε | ανορθογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | ανορθογράφησαν ανορθογραφήσαν(ε) |
θα ανορθογραφήσουν(ε) | να ανορθογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανορθογραφήσει | είχα ανορθογραφήσει | θα έχω ανορθογραφήσει | να έχω ανορθογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανορθογραφήσει | είχες ανορθογραφήσει | θα έχεις ανορθογραφήσει | να έχεις ανορθογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανορθογραφήσει | είχε ανορθογραφήσει | θα έχει ανορθογραφήσει | να έχει ανορθογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανορθογραφήσει | είχαμε ανορθογραφήσει | θα έχουμε ανορθογραφήσει | να έχουμε ανορθογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανορθογραφήσει | είχατε ανορθογραφήσει | θα έχετε ανορθογραφήσει | να έχετε ανορθογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανορθογραφήσει | είχαν ανορθογραφήσει | θα έχουν ανορθογραφήσει | να έχουν ανορθογραφήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανορθογραφούμαι | ανορθογραφούμουν | θα ανορθογραφούμαι | να ανορθογραφούμαι | ||
| β' ενικ. | ανορθογραφείσαι | ανορθογραφούσουν | θα ανορθογραφείσαι | να ανορθογραφείσαι | ||
| γ' ενικ. | ανορθογραφείται | ανορθογραφούνταν | θα ανορθογραφείται | να ανορθογραφείται | ||
| α' πληθ. | ανορθογραφούμαστε | ανορθογραφούμασταν ανορθογραφούμαστε |
θα ανορθογραφούμαστε | να ανορθογραφούμαστε | ||
| β' πληθ. | ανορθογραφείστε | ανορθογραφούσασταν ανορθογραφούσαστε |
θα ανορθογραφείστε | να ανορθογραφείστε | ανορθογραφείστε | |
| γ' πληθ. | ανορθογραφούνται | ανορθογραφούνταν | θα ανορθογραφούνται | να ανορθογραφούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανορθογραφήθηκα | θα ανορθογραφηθώ | να ανορθογραφηθώ | ανορθογραφηθεί | ||
| β' ενικ. | ανορθογραφήθηκες | θα ανορθογραφηθείς | να ανορθογραφηθείς | ανορθογραφήσου | ||
| γ' ενικ. | ανορθογραφήθηκε | θα ανορθογραφηθεί | να ανορθογραφηθεί | |||
| α' πληθ. | ανορθογραφηθήκαμε | θα ανορθογραφηθούμε | να ανορθογραφηθούμε | |||
| β' πληθ. | ανορθογραφηθήκατε | θα ανορθογραφηθείτε | να ανορθογραφηθείτε | ανορθογραφηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ανορθογραφήθηκαν ανορθογραφηθήκαν(ε) |
θα ανορθογραφηθούν(ε) | να ανορθογραφηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανορθογραφηθεί | είχα ανορθογραφηθεί | θα έχω ανορθογραφηθεί | να έχω ανορθογραφηθεί | ανορθογραφημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανορθογραφηθεί | είχες ανορθογραφηθεί | θα έχεις ανορθογραφηθεί | να έχεις ανορθογραφηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανορθογραφηθεί | είχε ανορθογραφηθεί | θα έχει ανορθογραφηθεί | να έχει ανορθογραφηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανορθογραφηθεί | είχαμε ανορθογραφηθεί | θα έχουμε ανορθογραφηθεί | να έχουμε ανορθογραφηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανορθογραφηθεί | είχατε ανορθογραφηθεί | θα έχετε ανορθογραφηθεί | να έχετε ανορθογραφηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανορθογραφηθεί | είχαν ανορθογραφηθεί | θα έχουν ανορθογραφηθεί | να έχουν ανορθογραφηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ανορθογραφημένος - είμαστε, είστε, είναι ανορθογραφημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ανορθογραφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ανορθογραφημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ανορθογραφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ανορθογραφημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ανορθογραφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ανορθογραφημένοι | |||||
Αναφορές
- ἀνορθογραφέω, -ῶ - σελ. 91, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- ανορθογραφώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.