ανορθογραφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανορθογραφώ, μαρτυρείται από το 1851:[1] ἀνορθογραφῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε ανορθό(γραφος)(μαρτυρείται από το 1856) + -γραφώ (γράφω) ή αν- στερητικό +ορθογραφώ.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.noɾ.θo.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανορθογραφώ

Ρήμα

ανορθογραφώ, αόρ.: ανορθογράφησα, παθ.φωνή: ανορθογραφούμαι, π.αόρ.: ανορθογραφήθηκα, μτχ.π.π.: ανορθογραφημένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ἀνορθογραφέω, -ῶ - σελ. 91, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.