ανορθογράφητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανορθογράφητος η ανορθογράφητη το ανορθογράφητο
      γενική του ανορθογράφητου της ανορθογράφητης του ανορθογράφητου
    αιτιατική τον ανορθογράφητο την ανορθογράφητη το ανορθογράφητο
     κλητική ανορθογράφητε ανορθογράφητη ανορθογράφητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανορθογράφητοι οι ανορθογράφητες τα ανορθογράφητα
      γενική των ανορθογράφητων των ανορθογράφητων των ανορθογράφητων
    αιτιατική τους ανορθογράφητους τις ανορθογράφητες τα ανορθογράφητα
     κλητική ανορθογράφητοι ανορθογράφητες ανορθογράφητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανορθογράφητος < ανορθογραφώ + -τος

Επίθετο

ανορθογράφητος

  1. που είναι γραμμένος ανορθόγραφα
  2. που κάνει ορθογραφικά λάθη

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.