ανορθογράφητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανορθογράφητος | η | ανορθογράφητη | το | ανορθογράφητο |
| γενική | του | ανορθογράφητου | της | ανορθογράφητης | του | ανορθογράφητου |
| αιτιατική | τον | ανορθογράφητο | την | ανορθογράφητη | το | ανορθογράφητο |
| κλητική | ανορθογράφητε | ανορθογράφητη | ανορθογράφητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανορθογράφητοι | οι | ανορθογράφητες | τα | ανορθογράφητα |
| γενική | των | ανορθογράφητων | των | ανορθογράφητων | των | ανορθογράφητων |
| αιτιατική | τους | ανορθογράφητους | τις | ανορθογράφητες | τα | ανορθογράφητα |
| κλητική | ανορθογράφητοι | ανορθογράφητες | ανορθογράφητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανορθογράφητος < ανορθογραφώ + -τος
Πηγές
- ανορθογράφητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
που κάνει ορθογραφικά λάθη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.