ανορθογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανορθογράφημα | τα | ανορθογραφήματα |
| γενική | του | ανορθογραφήματος | των | ανορθογραφημάτων |
| αιτιατική | το | ανορθογράφημα | τα | ανορθογραφήματα |
| κλητική | ανορθογράφημα | ανορθογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανορθογράφημα < ανορθογραφώ + -μα
Μεταφράσεις
ανορθογράφημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.