ανορθογραφούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.noɾ.θo.ɣɾaˈfu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νορ‐θο‐γρα‐φού‐μαι
- ομόηχο: ανορθογραφούμε
Ρηματικός τύπος
ανορθογραφούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ανορθογραφώ
- παλιότερη ορθογραφία: ἀνορθογραφοῦμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.