ανισόπλευρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανισόπλευρος | η | ανισόπλευρη | το | ανισόπλευρο |
| γενική | του | ανισόπλευρου | της | ανισόπλευρης | του | ανισόπλευρου |
| αιτιατική | τον | ανισόπλευρο | την | ανισόπλευρη | το | ανισόπλευρο |
| κλητική | ανισόπλευρε | ανισόπλευρη | ανισόπλευρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανισόπλευροι | οι | ανισόπλευρες | τα | ανισόπλευρα |
| γενική | των | ανισόπλευρων | των | ανισόπλευρων | των | ανισόπλευρων |
| αιτιατική | τους | ανισόπλευρους | τις | ανισόπλευρες | τα | ανισόπλευρα |
| κλητική | ανισόπλευροι | ανισόπλευρες | ανισόπλευρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανισόπλευρος < αρχαία ελληνική ἀνισόπλευρος < ἄνισος + πλευρά
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.