ανιμισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανιμισμός οι ανιμισμοί
      γενική του ανιμισμού των ανιμισμών
    αιτιατική τον ανιμισμό τους ανιμισμούς
     κλητική ανιμισμέ ανιμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανιμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική animisme < λατινική anima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (αναπνοή) + -isme (-ισμός)

Ουσιαστικό

ανιμισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) θεωρία που θεωρεί πως η ψυχή, το πνεύμα, είναι η βάση και η αρχή της ζωής
  2. (θρησκεία) πρωτόγονη πίστη στην ύπαρξη ψυχής σε μορφή και εκδήλωση του φυσικού κόσμου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.