ανιμισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανιμισμός | οι | ανιμισμοί |
| γενική | του | ανιμισμού | των | ανιμισμών |
| αιτιατική | τον | ανιμισμό | τους | ανιμισμούς |
| κλητική | ανιμισμέ | ανιμισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ανιμισμός αρσενικό
Συνώνυμα
- ψυχαυτενέργεια
- ψυχοκρατία
- ψυχολατρία
Συγγενικά
- ανιμιστής
- ανιμιστικός
- ανιμίστρια
-
ανιμισμός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.