ψυχολατρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχολατρία οι ψυχολατρίες
      γενική της ψυχολατρίας των ψυχολατριών
    αιτιατική την ψυχολατρία τις ψυχολατρίες
     κλητική ψυχολατρία ψυχολατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχολατρία < ψυχ(ή) + -ο- + -λατρία

Ουσιαστικό

ψυχολατρία θηλυκό

  1. η λατρεία των ψυχών
  2. η ψυχοκρατία, ο ανιμισμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.