ανθρωποφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποφαγία οι ανθρωποφαγίες
      γενική της ανθρωποφαγίας των ανθρωποφαγιών
    αιτιατική την ανθρωποφαγία τις ανθρωποφαγίες
     κλητική ανθρωποφαγία ανθρωποφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωποφαγία < αρχαία ελληνική ἀνθρωποφαγία, μορφολογικά αναλύεται ανθρώπ(ων) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ανθρωποφαγία θηλυκό

  1. το φάγωμα ανθρώπινου κρέατος
     συνώνυμα: κανιβαλισμός
  2. (μεταφορικά) σκληρότητα, ωμότητα, απανθρωπιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.