φάγωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φάγωμα | τα | φαγώματα |
| γενική | του | φαγώματος | των | φαγωμάτων |
| αιτιατική | το | φάγωμα | τα | φαγώματα |
| κλητική | φάγωμα | φαγώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φάγωμα ουδέτερο
- κατανάλωση τροφίμου
- (μεταφορικά) το δάγκωμα ή η κατανάλωση μη βρώσιμων ειδών
- το φάγωμα των νυχιών
- φθορά από διάβρωση ή άλλα αίτια
- το φάγωμα στον τοίχο ήταν από τα πολλά ποτίσματα
Σύνθετα
Αναφορές
- φάγωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.