φάγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάγωμα τα φαγώματα
      γενική του φαγώματος των φαγωμάτων
    αιτιατική το φάγωμα τα φαγώματα
     κλητική φάγωμα φαγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάγωμα < φαγω- (θέμα του τρώω) + -μα[1]

Ουσιαστικό

φάγωμα ουδέτερο

  1. κατανάλωση τροφίμου
  2. (μεταφορικά) το δάγκωμα ή η κατανάλωση μη βρώσιμων ειδών
    το φάγωμα των νυχιών
  3. φθορά από διάβρωση ή άλλα αίτια
    το φάγωμα στον τοίχο ήταν από τα πολλά ποτίσματα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.