carbonate
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
carbonate (en)
- (χημεία) άλας ή εστέρας του ανθρακικού οξέος
- calcium carbonate: ανθρακικό ασβέστιο
- sodium carbonate: ανθρακικό νάτριο
Σημειώσεις
Στα ελληνικά η αντίστοιχη λέξη ανθρακικός, που χρησιμοποιείται στην ονομασία των χημικών ενώσεων, είναι επίθετο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.