σόδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σόδα οι σόδες
      γενική της σόδας
    αιτιατική τη σόδα τις σόδες
     κλητική σόδα σόδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σόδα < (άμεσο δάνειο) ιταλική soda

Ουσιαστικό

σόδα θηλυκό

  1. η κοινή ονομασία του υδρογονανθρακικού ανθρακικού
  2. η κοινή ονομασία του διττανθρακικού ανθρακικού, η σόδα μαγειρικής
    λένε ότι η σόδα απορροφάει τις διάφορες μυρουδιές του ψυγείου
  3. μεταλλικό νερό που περιέχει ανθρακικό νάτριο
    πιάσε μια ρετσίνα και μια σόδα
  4. (οικείο) γενική ονομασία για αεριούχο σκεύασμα χωρίς αρωματικές ύλες φρούτων (π.χ. το σπράιτ, η σέβεναπ κλπ)

Υπερώνυμα

Υπώνυμα

(χημεία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.