διοξείδιο του άνθρακα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διοξείδιο του άνθρακα | τα | διοξείδια του άνθρακα |
| γενική | του | διοξειδίου του άνθρακα | των | διοξειδίων του άνθρακα |
| αιτιατική | το | διοξείδιο του άνθρακα | τα | διοξείδια του άνθρακα |
| κλητική | διοξείδιο του άνθρακα | διοξείδια του άνθρακα | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
διοξείδιο του άνθρακα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.