ανθρακής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανθρακής | η | ανθρακιά | το | ανθρακί |
| γενική | του | ανθρακή & ανθρακιού |
της | ανθρακιάς | του | ανθρακιού (ανθρακί) |
| αιτιατική | τον | ανθρακή | την | ανθρακιά | το | ανθρακί |
| κλητική | ανθρακή | ανθρακιά | ανθρακί | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανθρακιοί | οι | ανθρακιές | τα | ανθρακιά |
| γενική | των | ανθρακιών | των | ανθρακιών | των | ανθρακιών |
| αιτιατική | τους | ανθρακιούς | τις | ανθρακιές | τα | ανθρακιά |
| κλητική | ανθρακιοί | ανθρακιές | ανθρακιά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη: ανθρακί | ||||||
| Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.θɾaˈcis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρα‐κής
Επίθετο
ανθρακής, -ιά, -ί & άκλιτο ανθρακί
- που έχει το χρώμα του άνθρακα
- (χρώμα, ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη ανθρακί
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανθρακής
|
|
Πηγές
- «ανθρακής, -ιά, -ί» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2008). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Εʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
απόσπασμα@books.google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.