ανεφοδιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεφοδιασμένος | η | ανεφοδιασμένη | το | ανεφοδιασμένο |
| γενική | του | ανεφοδιασμένου | της | ανεφοδιασμένης | του | ανεφοδιασμένου |
| αιτιατική | τον | ανεφοδιασμένο | την | ανεφοδιασμένη | το | ανεφοδιασμένο |
| κλητική | ανεφοδιασμένε | ανεφοδιασμένη | ανεφοδιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεφοδιασμένοι | οι | ανεφοδιασμένες | τα | ανεφοδιασμένα |
| γενική | των | ανεφοδιασμένων | των | ανεφοδιασμένων | των | ανεφοδιασμένων |
| αιτιατική | τους | ανεφοδιασμένους | τις | ανεφοδιασμένες | τα | ανεφοδιασμένα |
| κλητική | ανεφοδιασμένοι | ανεφοδιασμένες | ανεφοδιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεφοδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανεφοδιάζω
Μεταφράσεις
ανεφοδιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.