ανεφοδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεφοδιάζω < αν- (ανά) + εφοδιάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approvisionner

Ρήμα

ανεφοδιάζω (παθητική φωνή: ανεφοδιάζομαι)

  • παρέχω τα εφόδια που χρειάζεται κάποιος εκ νέου, αναπληρώ τα αναλώσιμα που καταναλώθηκαν, δαπανήθηκαν ή πάντως τελείωσαν

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.