ασυγχώρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυγχώρητος η ασυγχώρητη το ασυγχώρητο
      γενική του ασυγχώρητου της ασυγχώρητης του ασυγχώρητου
    αιτιατική τον ασυγχώρητο την ασυγχώρητη το ασυγχώρητο
     κλητική ασυγχώρητε ασυγχώρητη ασυγχώρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυγχώρητοι οι ασυγχώρητες τα ασυγχώρητα
      γενική των ασυγχώρητων των ασυγχώρητων των ασυγχώρητων
    αιτιατική τους ασυγχώρητους τις ασυγχώρητες τα ασυγχώρητα
     κλητική ασυγχώρητοι ασυγχώρητες ασυγχώρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυγχώρητος < α- στερητικό + συγχωρώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.siŋˈxo.ɾi.tos/

Επίθετο

ασυγχώρητος, - η, -ο

ασυγχώρητο λάθος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.