ανεπίληπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίληπτος η ανεπίληπτη το ανεπίληπτο
      γενική του ανεπίληπτου της ανεπίληπτης του ανεπίληπτου
    αιτιατική τον ανεπίληπτο την ανεπίληπτη το ανεπίληπτο
     κλητική ανεπίληπτε ανεπίληπτη ανεπίληπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίληπτοι οι ανεπίληπτες τα ανεπίληπτα
      γενική των ανεπίληπτων των ανεπίληπτων των ανεπίληπτων
    αιτιατική τους ανεπίληπτους τις ανεπίληπτες τα ανεπίληπτα
     κλητική ανεπίληπτοι ανεπίληπτες ανεπίληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεπίληπτος < αρχαία ελληνική ἀνεπίληπτος < ἐπίληπτος < ἐπίλαμβάνω < λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₂gʷ-

Επίθετο

ανεπίληπτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.