-σουπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -σουπα | οι | -σουπες |
| γενική | της | -σουπας | — | |
| αιτιατική | τη(ν) | -σουπα | τις | -σουπες |
| κλητική | -σουπα | -σουπες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /su.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -σου‐πα
Επίθημα
-σουπα θηλυκό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε σούπα ή οποία περιέχει το αναφερόμενο στο α′ συνθετικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σουπα στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-σουπα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -σουπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.