-σουπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -σουπα οι -σουπες
      γενική της -σουπας
    αιτιατική τη(ν) -σουπα τις -σουπες
     κλητική -σουπα -σουπες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-σουπα < σούπα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /su.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -σουπα

Επίθημα

-σουπα θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σουπα στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -σουπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.