νερόσουπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νερόσουπα οι νερόσουπες
      γενική της νερόσουπας
    αιτιατική τη νερόσουπα τις νερόσουπες
     κλητική νερόσουπα νερόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νερόσουπα < νερό- + -σουπα

Ουσιαστικό

νερόσουπα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) σούπα χωρίς κανένα υλικό, ή φτωχή σε υλικά, ένα σκέτο βραστό νερό
  2. (μεταφορικά) για ενέργεια ή κατάσταση χωρίς καμία ουσία

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.