ξωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξωτικός | η | ξωτική | το | ξωτικό |
| γενική | του | ξωτικού | της | ξωτικής | του | ξωτικού |
| αιτιατική | τον | ξωτικό | την | ξωτική | το | ξωτικό |
| κλητική | ξωτικέ | ξωτική | ξωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξωτικοί | οι | ξωτικές | τα | ξωτικά |
| γενική | των | ξωτικών | των | ξωτικών | των | ξωτικών |
| αιτιατική | τους | ξωτικούς | τις | ξωτικές | τα | ξωτικά |
| κλητική | ξωτικοί | ξωτικές | ξωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξωτικός < ελληνιστική ἐξωτικός
- ξωτικιά
- ξωτικό
Μεταφράσεις
ξωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.