ανελικτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανελικτικός | η | ανελικτική | το | ανελικτικό |
| γενική | του | ανελικτικού | της | ανελικτικής | του | ανελικτικού |
| αιτιατική | τον | ανελικτικό | την | ανελικτική | το | ανελικτικό |
| κλητική | ανελικτικέ | ανελικτική | ανελικτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανελικτικοί | οι | ανελικτικές | τα | ανελικτικά |
| γενική | των | ανελικτικών | των | ανελικτικών | των | ανελικτικών |
| αιτιατική | τους | ανελικτικούς | τις | ανελικτικές | τα | ανελικτικά |
| κλητική | ανελικτικοί | ανελικτικές | ανελικτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανελικτικός < ανα- + (ελληνιστική κοινή) ἑλικτικός < αρχαία ελληνική ἑλικτός < ἑλίσσω
Επίθετο
ανελικτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ανέλιξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που είναι δυνατόν να ξετυλιχτεί
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ελίσσομαι
Μεταφράσεις
ανελικτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.