ανεγχείρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεγχείρητος η ανεγχείρητη το ανεγχείρητο
      γενική του ανεγχείρητου της ανεγχείρητης του ανεγχείρητου
    αιτιατική τον ανεγχείρητο την ανεγχείρητη το ανεγχείρητο
     κλητική ανεγχείρητε ανεγχείρητη ανεγχείρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεγχείρητοι οι ανεγχείρητες τα ανεγχείρητα
      γενική των ανεγχείρητων των ανεγχείρητων των ανεγχείρητων
    αιτιατική τους ανεγχείρητους τις ανεγχείρητες τα ανεγχείρητα
     κλητική ανεγχείρητοι ανεγχείρητες ανεγχείρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεγχείρητος < αν- + εγχειρώ + -τος

Επίθετο

ανεγχείρητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εγχειρηθεί
     αντώνυμα: εγχειρημένος
  2. που δεν μπορεί να εγχειρηθεί
     αντώνυμα: εγχειρήσιμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.