εγχειρήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγχειρήσιμος | η | εγχειρήσιμη | το | εγχειρήσιμο |
| γενική | του | εγχειρήσιμου | της | εγχειρήσιμης | του | εγχειρήσιμου |
| αιτιατική | τον | εγχειρήσιμο | την | εγχειρήσιμη | το | εγχειρήσιμο |
| κλητική | εγχειρήσιμε | εγχειρήσιμη | εγχειρήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγχειρήσιμοι | οι | εγχειρήσιμες | τα | εγχειρήσιμα |
| γενική | των | εγχειρήσιμων | των | εγχειρήσιμων | των | εγχειρήσιμων |
| αιτιατική | τους | εγχειρήσιμους | τις | εγχειρήσιμες | τα | εγχειρήσιμα |
| κλητική | εγχειρήσιμοι | εγχειρήσιμες | εγχειρήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εγχειρήσιμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.