εγχειρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εγχειρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγχειρῶ, συνηρημένος τύπος του ἐγχειρέω (παίρνω στο χέρι, επιδικώκω) [1] < (ἐν) ἐγ- + χείρ + -έω. Συγκρίνετε με το εγχειρίζω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.çiˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐χει‐ρώ
Ρήμα
εγχειρώ, αόρ.: ενεχείρησα/εγχείρησα, παθ.φωνή: εγχειρούμαι, π.αόρ.: εγχειρήθηκα, μτχ.π.π.: εγχειρημένος
- (λόγιο) (ιατρική) εγχειρίζω
- → χρειάζεται παράθεμα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εγχειρούμαι | εγχειρούμουν | θα εγχειρούμαι | να εγχειρούμαι | ||
| β' ενικ. | εγχειρείσαι | εγχειρούσουν | θα εγχειρείσαι | να εγχειρείσαι | ||
| γ' ενικ. | εγχειρείται | εγχειρούνταν | θα εγχειρείται | να εγχειρείται | ||
| α' πληθ. | εγχειρούμαστε | εγχειρούμασταν εγχειρούμαστε |
θα εγχειρούμαστε | να εγχειρούμαστε | ||
| β' πληθ. | εγχειρείστε | εγχειρούσασταν εγχειρούσαστε |
θα εγχειρείστε | να εγχειρείστε | εγχειρείστε | |
| γ' πληθ. | εγχειρούνται | εγχειρούνταν | θα εγχειρούνται | να εγχειρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εγχειρήθηκα | θα εγχειρηθώ | να εγχειρηθώ | εγχειρηθεί | ||
| β' ενικ. | εγχειρήθηκες | θα εγχειρηθείς | να εγχειρηθείς | εγχειρήσου | ||
| γ' ενικ. | εγχειρήθηκε | θα εγχειρηθεί | να εγχειρηθεί | |||
| α' πληθ. | εγχειρηθήκαμε | θα εγχειρηθούμε | να εγχειρηθούμε | |||
| β' πληθ. | εγχειρηθήκατε | θα εγχειρηθείτε | να εγχειρηθείτε | εγχειρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εγχειρήθηκαν εγχειρηθήκαν(ε) |
θα εγχειρηθούν(ε) | να εγχειρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εγχειρηθεί | είχα εγχειρηθεί | θα έχω εγχειρηθεί | να έχω εγχειρηθεί | εγχειρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εγχειρηθεί | είχες εγχειρηθεί | θα έχεις εγχειρηθεί | να έχεις εγχειρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εγχειρηθεί | είχε εγχειρηθεί | θα έχει εγχειρηθεί | να έχει εγχειρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εγχειρηθεί | είχαμε εγχειρηθεί | θα έχουμε εγχειρηθεί | να έχουμε εγχειρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εγχειρηθεί | είχατε εγχειρηθεί | θα έχετε εγχειρηθεί | να έχετε εγχειρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εγχειρηθεί | είχαν εγχειρηθεί | θα έχουν εγχειρηθεί | να έχουν εγχειρηθεί | ||
Αναφορές
- εγχειρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.