αναψοκοκκινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αναψοκοκκινίζω
- η επιδερμίδα του προσώπου μου γίνεται κόκκινη, λόγω φυσικών συνθηκών (όπως η σωματική εξάσκηση) ή έντονων συναισθημάτων (όπως η ντροπή)
Συγγενικά
- αναψοκοκκίνισμα
- αναψοκοκκινισμένος
- → δείτε τις λέξεις ανάβω και κόκκινος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναψοκοκκινίζω | αναψοκοκκίνιζα | θα αναψοκοκκινίζω | να αναψοκοκκινίζω | αναψοκοκκινίζοντας | |
| β' ενικ. | αναψοκοκκινίζεις | αναψοκοκκίνιζες | θα αναψοκοκκινίζεις | να αναψοκοκκινίζεις | αναψοκοκκίνιζε | |
| γ' ενικ. | αναψοκοκκινίζει | αναψοκοκκίνιζε | θα αναψοκοκκινίζει | να αναψοκοκκινίζει | ||
| α' πληθ. | αναψοκοκκινίζουμε | αναψοκοκκινίζαμε | θα αναψοκοκκινίζουμε | να αναψοκοκκινίζουμε | ||
| β' πληθ. | αναψοκοκκινίζετε | αναψοκοκκινίζατε | θα αναψοκοκκινίζετε | να αναψοκοκκινίζετε | αναψοκοκκινίζετε | |
| γ' πληθ. | αναψοκοκκινίζουν(ε) | αναψοκοκκίνιζαν αναψοκοκκινίζαν(ε) |
θα αναψοκοκκινίζουν(ε) | να αναψοκοκκινίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναψοκοκκίνισα | θα αναψοκοκκινίσω | να αναψοκοκκινίσω | αναψοκοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | αναψοκοκκίνισες | θα αναψοκοκκινίσεις | να αναψοκοκκινίσεις | αναψοκοκκίνισε | ||
| γ' ενικ. | αναψοκοκκίνισε | θα αναψοκοκκινίσει | να αναψοκοκκινίσει | |||
| α' πληθ. | αναψοκοκκινίσαμε | θα αναψοκοκκινίσουμε | να αναψοκοκκινίσουμε | |||
| β' πληθ. | αναψοκοκκινίσατε | θα αναψοκοκκινίσετε | να αναψοκοκκινίσετε | αναψοκοκκινίστε | ||
| γ' πληθ. | αναψοκοκκίνισαν αναψοκοκκινίσαν(ε) |
θα αναψοκοκκινίσουν(ε) | να αναψοκοκκινίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναψοκοκκινίσει | είχα αναψοκοκκινίσει | θα έχω αναψοκοκκινίσει | να έχω αναψοκοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναψοκοκκινίσει | είχες αναψοκοκκινίσει | θα έχεις αναψοκοκκινίσει | να έχεις αναψοκοκκινίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναψοκοκκινίσει | είχε αναψοκοκκινίσει | θα έχει αναψοκοκκινίσει | να έχει αναψοκοκκινίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναψοκοκκινίσει | είχαμε αναψοκοκκινίσει | θα έχουμε αναψοκοκκινίσει | να έχουμε αναψοκοκκινίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναψοκοκκινίσει | είχατε αναψοκοκκινίσει | θα έχετε αναψοκοκκινίσει | να έχετε αναψοκοκκινίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναψοκοκκινίσει | είχαν αναψοκοκκινίσει | θα έχουν αναψοκοκκινίσει | να έχουν αναψοκοκκινίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.