ἀναχαιτίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀναχαιτίζω
- (για άλογο) ρίχνω προς τα πίσω τη χαίτη και σηκώνομαι στα δυο πίσω πόδια
- (με αιτ.) σηκώνομαι στα δύο πίσω πόδια και ρίχνω τον αναβάτη
- (μεταφορικά) γίνομαι δύστροπος, απείθαρχος
- (με γεν.) απαλλάσσομαι από κάτι που με πιέζει
- ανακόπτω, σταματώ
- (αμετάβατο) τινάζομαι προς τα πίσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.