ἀναχαιτίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη

Ρήμα

ἀναχαιτίζω

  1. (για άλογο) ρίχνω προς τα πίσω τη χαίτη και σηκώνομαι στα δυο πίσω πόδια
    • (με αιτ.) σηκώνομαι στα δύο πίσω πόδια και ρίχνω τον αναβάτη
  2. (μεταφορικά) γίνομαι δύστροπος, απείθαρχος
  3. (με γεν.) απαλλάσσομαι από κάτι που με πιέζει
  4. ανακόπτω, σταματώ
  5. (αμετάβατο) τινάζομαι προς τα πίσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.